ζητητης

ζητητης
    ζητητής
    -οῦ ὅ
    1) искатель, исследователь
    

(τούτου τοῦ μαθήματος Plat.)

    2) зетет, следователь
    

(ζητητάς ἑλέσθαι Dem.)

    ὑπὸ τῶν ζητητῶν ἀπογραφῆναι Lys. — быть занесенным зететами в списки (должников) (ζητηταί - члены финансовой комиссии, в Афинах, которая вела следствие по имущественным преступлениям против государства и привлекала к ответственности государственных должников)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ζητητης" в других словарях:

  • ζητητής — seeker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητής — ο (AM ζητητής) [ζητώ] αυτός που αναζητά, που ερευνά με επιμονή, ο ερευνητής μσν. αρχ. (για θηράματα) ο ανιχνευτής αρχ. πληθ. οἱ ζητηταί οι εντεταλμένοι από το πολίτευμα τής αρχαίας Αθήνας να εξιχνιάζουν σκοτεινές περιπτώσεις παράβασης τών νόμων… …   Dictionary of Greek

  • ζητητής — ο 1. ερευνητής. 2. αυτός που ζητάει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζητηταῖς — ζητητής seeker masc dat pl ζητητός sought for fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητηταί — ζητητής seeker masc nom/voc pl ζητητός sought for fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητήν — ζητητής seeker masc acc sg (attic epic ionic) ζητητός sought for fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητῶν — ζητητής seeker masc gen pl ζητητός sought for fem gen pl ζητητός sought for masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητά — ζητητά̱ , ζητητής seeker masc nom/voc/acc dual ζητητής seeker masc voc sg ζητητής seeker masc nom sg (epic) ζητητός sought for neut nom/voc/acc pl ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc/acc dual ζητητά̱ , ζητητός sought for fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητητάς — ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc acc pl ζητητά̱ς , ζητητής seeker masc nom sg (epic doric aeolic) ζητητά̱ς , ζητητός sought for fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …   Dictionary of Greek

  • ζητήτωρ — και ζήτωρ, ὁ (Α) [ζητώ] ο ζητητής* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»